Πειθήνιος στα ιταλικά
Μετάφραση: πειθήνιος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mansueto, docile, ubbidiente, obbediente, docili, docilità, arrendevole
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειθήνιος
πειθήνιος σημαίνει, πειθήνιος προταση, πειθήνιος βικιλεξικο, πειθήνιος ετυμολογία, πειθήνιος λεξικό γλώσσας ιταλικά, πειθήνιος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- πεθάνω στα ιταλικά - morire, die, muoiono, morto, morirà
- πεθαμένος στα ιταλικά - assolutamente, morto, morti, morta, morte, guasto
- πειθαναγκάζω στα ιταλικά - costretto, costretti, costretta, forzata, costrette
- πειθαρχία στα ιταλικά - disciplina, disciplina di, la disciplina, discipline, della disciplina
Τυχαίες λέξεις
Πειθήνιος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: mansueto, docile, ubbidiente, obbediente, docili, docilità, arrendevole
Μεταφράσεις: mansueto, docile, ubbidiente, obbediente, docili, docilità, arrendevole