Πειθήνιος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: πειθήνιος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
послушни, послушен, покорен, послушно, во покорен
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειθήνιος
πειθήνιος σημαίνει, πειθήνιος προταση, πειθήνιος βικιλεξικο, πειθήνιος ετυμολογία, πειθήνιος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πειθήνιος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- πεθάνω στα σλαβομακεδονικά - умрам, умре, умрат, умираат, да умре
- πεθαμένος στα σλαβομακεδονικά - мртви, мртов, мртвите, мртва, мртво
- πειθαναγκάζω στα σλαβομακεδονικά - принудувал, присилуваат, принудна, принудена, принудени
- πειθαρχία στα σλαβομακεδονικά - дисциплина, дисциплината, која дисциплина
Τυχαίες λέξεις
Πειθήνιος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: послушни, послушен, покорен, послушно, во покорен
Μεταφράσεις: послушни, послушен, покорен, послушно, во покорен