Πειθήνιος στα τούρκικα

Μετάφραση: πειθήνιος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
itaatli, uysal, docile, uysal bir, uslu
Πειθήνιος στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειθήνιος

πειθήνιος σημαίνει, πειθήνιος προταση, πειθήνιος βικιλεξικο, πειθήνιος ετυμολογία, πειθήνιος λεξικό γλώσσας τούρκικα, πειθήνιος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • πεθάνω στα τούρκικα - ölmek, die, ölmeye, ölür, ölecek
  • πεθαμένος στα τούρκικα - sönük, merhum, hareketsiz, cansız, ölü, öldü, ölmüş, ...
  • πειθαναγκάζω στα τούρκικα - zorlamak, zorla, coerced, zorlama, zorlanamadığında, zorlanmış
  • πειθαρχία στα τούρκικα - disiplin, ceza, disiplini, disiplinin, bir disiplin, disiplindir
Τυχαίες λέξεις
Πειθήνιος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: itaatli, uysal, docile, uysal bir, uslu