Πειθήνιος στα νορβηγικά
Μετάφραση: πειθήνιος, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lydig, føyelig, docile, helgardere deg, helgardere, medgjørlig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειθήνιος
πειθήνιος σημαίνει, πειθήνιος προταση, πειθήνιος βικιλεξικο, πειθήνιος ετυμολογία, πειθήνιος λεξικό γλώσσας νορβηγικά, πειθήνιος στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- πεθάνω στα νορβηγικά - dø, å dø, dør, die, mold
- πεθαμένος στα νορβηγικά - død, døde, dead, dødt, dřd
- πειθαναγκάζω στα νορβηγικά - prostituerade, tvunget, presset, tvungent, tvungen
- πειθαρχία στα νορβηγικά - disiplin, faget, disiplinen, fag
Τυχαίες λέξεις
Πειθήνιος στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: lydig, føyelig, docile, helgardere deg, helgardere, medgjørlig
Μεταφράσεις: lydig, føyelig, docile, helgardere deg, helgardere, medgjørlig