Σπηλιά στα ιταλικά

Μετάφραση: σπηλιά, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
grotta, caverna, cavità, cave, grotte, grotta di
Σπηλιά στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σπηλιά

σπηλιά του μπεκίρη, σπηλιά ονειροκρίτης, σπηλιά του πλάτωνα, σπηλιά του νταβέλη, σπηλιά της ακρόπολης, σπηλιά λεξικό γλώσσας ιταλικά, σπηλιά στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • σπεσιαλιτέ στα ιταλικά - specialità, Altre, di specialità, speciali, specializzato
  • σπεύδω στα ιταλικά - sollecitare, furia, premura, volare, affrettare, fretta, affrettarsi, ...
  • σπιθίζω στα ιταλικά - luccicare, scintillavano, scintillato, scintillava, brillavano, brillava
  • σπιθαμή στα ιταλικά - spanna, campata, intervallo, durata, periodo
Τυχαίες λέξεις
Σπηλιά στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: grotta, caverna, cavità, cave, grotte, grotta di