Συνωμοσία στα ιταλικά
Μετάφραση: συνωμοσία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trama, complotto, congiura, tramare, cospirazione, della cospirazione, del complotto
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνωμοσία
συνωμοσία ετυμολογία, συνωμοσία στη μεσόγειο, συνωμοσία της φωτιάς, συνωμοσία του κατιλίνα, συνωμοσία των ίσων, συνωμοσία λεξικό γλώσσας ιταλικά, συνωμοσία στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- συντροφιά στα ιταλικά - compagnia, la compagnia, compagno, companionship, di compagnia
- συνυπάρχω στα ιταλικά - coesistere, convivere, coesistono, coesistenza, convivono
- συνωμοτώ στα ιταλικά - congiura, tramare, complotto, trama, complot, di Complot
- συνωμότης στα ιταλικά - cospiratore, conspirator, complice, congiurato, cospiratori
Τυχαίες λέξεις
Συνωμοσία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: trama, complotto, congiura, tramare, cospirazione, della cospirazione, del complotto
Μεταφράσεις: trama, complotto, congiura, tramare, cospirazione, della cospirazione, del complotto