Φυλαχτό στα ιταλικά
Μετάφραση: φυλαχτό, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
amuleto, talismano, talisman, il talismano, talismani
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φυλαχτό
φυλαχτό translation, φυλαχτό αυτοκινήτου, το φυλαχτό, φυλαχτό για νεογέννητα, φυλαχτό ονειροκρίτης, φυλαχτό λεξικό γλώσσας ιταλικά, φυλαχτό στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- φυλακίζω στα ιταλικά - imprigionare, carcerare, interno, internare, stagista, intern, tirocinante
- φυλακισμένος στα ιταλικά - prigioniero, detenuto, carcerato, prigioniera, prigionieri
- φυλετικός στα ιταλικά - tribal, tribale, tribali, tribù
- φυλλάδιο στα ιταλικά - volantino, memorandum, opuscolo, dépliant, brochure, depliant, catalogo, ...
Τυχαίες λέξεις
Φυλαχτό στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: amuleto, talismano, talisman, il talismano, talismani
Μεταφράσεις: amuleto, talismano, talisman, il talismano, talismani