Βεβαιώνω στα λετονικά
Μετάφραση: βεβαιώνω, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apsolīt, apliecināt, apliecinu, sertificēt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βεβαιώνω
βεβαιώνω αγγλικά, βεβαιώνω στα αγγλικα, βεβαιώνω αντίθετα, βεβαιώνω ότι, βεβαιώνω συνώνυμα, βεβαιώνω λεξικό γλώσσας λετονικά, βεβαιώνω στα λετονικά
Μεταφράσεις
- βεβαιότητα στα λετονικά - noteiktība, noteiktību, drošība, noteiktības, pārliecība
- βεβαιώνομαι στα λετονικά - es pārliecinos
- βεβηλώνω στα λετονικά - apgānīt, apgāna, tie apgāna, sagāna, demoralizēt
- βεζίρης στα λετονικά - vezīrs, Lielvezīrs
Τυχαίες λέξεις
Βεβαιώνω στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: apsolīt, apliecināt, apliecinu, sertificēt
Μεταφράσεις: apsolīt, apliecināt, apliecinu, sertificēt