Αδαμαντίνη στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αδαμαντίνη, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эмаль
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδαμαντίνη
θωμά αδαμαντίνη, αδαμαντίνη κουμιώτου, αδαμαντίνη ουσία, αδαμαντίνη δοντιών, αδαμαντίνη αρβανίτη, αδαμαντίνη λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αδαμαντίνη στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αδίστακτος στα λευκορωσικά - бязлітасны, бязьлітасны, няўмольны, бязлітасным
- αδαής στα λευκορωσικά - неспрактыкаваны, неопытный, нявопытны
- αδειάζω στα λευκορωσικά - пусты, пустой, пустым, пустая, пустую
- αδελφή στα λευκορωσικά - працаваць, сястра, сестра
Τυχαίες λέξεις
Αδαμαντίνη στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: эмаль
Μεταφράσεις: эмаль