Αδαμαντίνη στα ουκρανικά
Μετάφραση: αδαμαντίνη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лакувати, емаль
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδαμαντίνη
θωμά αδαμαντίνη, αδαμαντίνη κουμιώτου, αδαμαντίνη ουσία, αδαμαντίνη δοντιών, αδαμαντίνη αρβανίτη, αδαμαντίνη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αδαμαντίνη στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αδίστακτος στα ουκρανικά - безжалісний, безжальний, безжалісна
- αδαής στα ουκρανικά - незугарний, брутальний, безтактний, неповороткий, недосвідчений, недосвідчена
- αδειάζω στα ουκρανικά - анулювати, визволяти, позбуватися, вивантажувати, полегшувати, скасовувати, покидати, ...
- αδελφή στα ουκρανικά - сестра, сестро
Τυχαίες λέξεις
Αδαμαντίνη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: лакувати, емаль
Μεταφράσεις: лакувати, емаль