Αδαμαντίνη στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αδαμαντίνη, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esmalte, capacitar, do esmalte, de esmalte, o esmalte, esmalte de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδαμαντίνη
θωμά αδαμαντίνη, αδαμαντίνη κουμιώτου, αδαμαντίνη ουσία, αδαμαντίνη δοντιών, αδαμαντίνη αρβανίτη, αδαμαντίνη λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αδαμαντίνη στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αδίστακτος στα πορτογαλικά - impiedoso, implacável, cruel, impiedosa, cruéis
- αδαής στα πορτογαλικά - inexperiente, implume, Callow, imaturo, imatura
- αδειάζω στα πορτογαλικά - descarregar, vago, desocupar, vazio, vazia, vazios, vazias, ...
- αδελφή στα πορτογαλικά - lidar, cigarro, irmã, a irmã, associado, da irmã, irmă
Τυχαίες λέξεις
Αδαμαντίνη στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: esmalte, capacitar, do esmalte, de esmalte, o esmalte, esmalte de
Μεταφράσεις: esmalte, capacitar, do esmalte, de esmalte, o esmalte, esmalte de