Αδαμαντίνη στα ολλανδικά
Μετάφραση: αδαμαντίνη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
emailleren, glazuur, email, emaille, geëmailleerd, geëmailleerde
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδαμαντίνη
θωμά αδαμαντίνη, αδαμαντίνη κουμιώτου, αδαμαντίνη ουσία, αδαμαντίνη δοντιών, αδαμαντίνη αρβανίτη, αδαμαντίνη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αδαμαντίνη στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αδίστακτος στα ολλανδικά - meedogenloos, meedogenloze, wrede, genadeloze, ruthless
- αδαής στα ολλανδικά - onhandig, links, onervaren, Callow, kaal, onvolwassen
- αδειάζω στα ολλανδικά - afladen, uitladen, lossen, leeg, ledig, lege, leeg is
- αδελφή στα ολλανδικά - arbeiden, sigaret, zus, zuster, zusje, zusterhotel
Τυχαίες λέξεις
Αδαμαντίνη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: emailleren, glazuur, email, emaille, geëmailleerd, geëmailleerde
Μεταφράσεις: emailleren, glazuur, email, emaille, geëmailleerd, geëmailleerde