Αλλοπρόσαλλος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αλλοπρόσαλλος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
няўстойлівы, няўстойлівае
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλλοπρόσαλλος
αλλοπρόσαλλος ορισμος, αλλοπρόσαλλος εννοια, αλλοπρόσαλλος συνώνυμα, αλλοπρόσαλλος & δπθ - ζω αλλιώς στίχοι, αλλοπρόσαλλος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αλλοπρόσαλλος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αλλοδαπός στα λευκορωσικά - іншаземец, замежнік, чужаземец
- αλλοιώνω στα λευκορωσικά - alloiono
- αλλοτριώνω στα λευκορωσικά - адчужаць, адчужае
- αλλόκοτος στα λευκορωσικά - несамавіты, недалужны, дробны, нязграбны, непрыкметная
Τυχαίες λέξεις
Αλλοπρόσαλλος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: няўстойлівы, няўстойлівае
Μεταφράσεις: няўстойлівы, няўстойлівае