Αποκρούω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αποκρούω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адштурхоўваць, адштурхваць, адпіхваць, адштурхнуць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποκρούω
αποκρούω συνωνυμο, αποκρούω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αποκρούω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αποκοτιά στα λευκορωσικά - apokotia
- αποκρουστικός στα λευκορωσικά - непрыемны, прыкры, непрыемнае, непрыемную, непрыемная
- αποκρύπτω στα λευκορωσικά - хаваць, плашч
- αποκτώ στα λευκορωσικά - узяць, начынаць, учытацца, штурхаць, прынасiць, прыходзiць, адбыцца, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποκρούω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: адштурхоўваць, адштурхваць, адпіхваць, адштурхнуць
Μεταφράσεις: адштурхоўваць, адштурхваць, адпіхваць, адштурхнуць