Αποκρούω στα δανικά

Μετάφραση: αποκρούω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
redde, spare, beholde, foragte, afvise hånligt, spurn, vrag på, vrag
Αποκρούω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκρούω

αποκρούω συνωνυμο, αποκρούω λεξικό γλώσσας δανικά, αποκρούω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αποκοτιά στα δανικά - apokotia
  • αποκρουστικός στα δανικά - utiltalende, klamt, modbydelige, modbydelig, ubehagelig
  • αποκρύπτω στα δανικά - kappe, kappen, garderobe, kåbe, cloak
  • αποκτώ στα δανικά - gribe, få, blive, skaffe, tage, vinde, opnå, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποκρούω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: redde, spare, beholde, foragte, afvise hånligt, spurn, vrag på, vrag