Αποκρούω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αποκρούω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
selvagem, economizar, excepto, poupar, salvar, tratar com desprezo, rejeitar, desprezar, desprezam, spurn
Αποκρούω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκρούω

αποκρούω συνωνυμο, αποκρούω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αποκρούω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αποκοτιά στα πορτογαλικά - apokotia
  • αποκρουστικός στα πορτογαλικά - abominável, terrível, horrendo, horrível, repugnante, desagradável, obnóxio, ...
  • αποκρύπτω στα πορτογαλικά - supor, suprima, sufocar, abafar, estrangular, manto, capa, ...
  • αποκτώ στα πορτογαλικά - entupir, haver, adquira, colher, acontecer, receber, conseguir, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποκρούω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: selvagem, economizar, excepto, poupar, salvar, tratar com desprezo, rejeitar, desprezar, desprezam, spurn