Δυσαρεστώ στα λευκορωσικά
Μετάφραση: δυσαρεστώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
раздражняць, ятрыць, дражніць, раздражнялі
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυσαρεστώ
δυσαρεστώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, δυσαρεστώ στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- δυσανάγνωστος στα λευκορωσικά - нечытэльны
- δυσαρέσκεια στα λευκορωσικά - незадавальненне, незадаволенасць, незадавальненьне, незадаволенасьць
- δυσεπίλυτος στα λευκορωσικά - падатнасць, непадатным, непадаткія, непадатлівым, непадатлівую
- δυσκίνητος στα λευκορωσικά - грувасткі, грувасткую, масіўна, аграмадны, грувасткая
Τυχαίες λέξεις
Δυσαρεστώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: раздражняць, ятрыць, дражніць, раздражнялі
Μεταφράσεις: раздражняць, ятрыць, дражніць, раздражнялі