Δυσαρεστώ στα νορβηγικά
Μετάφραση: δυσαρεστώ, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mishager, displease, mishage, noget, vred
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυσαρεστώ
δυσαρεστώ λεξικό γλώσσας νορβηγικά, δυσαρεστώ στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- δυσανάγνωστος στα νορβηγικά - uleselig, uleselige, leses, kan leses, unreadable
- δυσαρέσκεια στα νορβηγικά - misnøye, displeasure, ubehaget, mishag, fornøyde
- δυσεπίλυτος στα νορβηγικά - problematiske, intraktabel, umedgjørlig, umedgjørlige, vanskelige
- δυσκίνητος στα νορβηγικά - tungvint, klumpete, uhåndterlige, tungvinte, tunge
Τυχαίες λέξεις
Δυσαρεστώ στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: mishager, displease, mishage, noget, vred
Μεταφράσεις: mishager, displease, mishage, noget, vred