Δυσαρεστώ στα φινλανδικά
Μετάφραση: δυσαρεστώ, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suututtaa, vihastu, mieluinen, suututtanut
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυσαρεστώ
δυσαρεστώ λεξικό γλώσσας φινλανδικά, δυσαρεστώ στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- δυσανάγνωστος στα φινλανδικά - sotkuinen, epäselvä, lukukelvoton, voi lukea, lukukelvottomia, lukukelvottomaksi
- δυσαρέσκεια στα φινλανδικά - tyytymättömyys, pettymys, mielipaha, tyytymättömyytensä, tyytymättömyyden, harmiksi, displeasure
- δυσεπίλυτος στα φινλανδικά - mutkikas, kuhmurainen, kyhmyinen, muhkurainen, pahkurainen, hankala, vaikeasti, ...
- δυσκίνητος στα φινλανδικά - veltto, laiska, hankala, raskas, hankalaa, hankalia, raskaita
Τυχαίες λέξεις
Δυσαρεστώ στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: suututtaa, vihastu, mieluinen, suututtanut
Μεταφράσεις: suututtaa, vihastu, mieluinen, suututtanut