Εισέρχομαι στα λευκορωσικά
Μετάφραση: εισέρχομαι, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўводзіць, уводзіць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισέρχομαι
εισέρχομαι αρχικοι χρονοι, συνέρχομαι αρχαία, εισέρχομαι συνώνυμο, εισέρχομαι συνώνυμα, εισέρχομαι κλίση, εισέρχομαι λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εισέρχομαι στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ειρωνικός στα λευκορωσικά - іранічны
- εισάγω στα λευκορωσικά - узяць, прыймаць, ўводзіць, уводзіць
- εισαγωγή στα λευκορωσικά - ўвядзенне, увядзенне, ўводзіны, уводзіны, ўвядзеньне
- εισαγωγικός στα λευκορωσικά - ўводны, уступны, ўступны, уводны, • уступны
Τυχαίες λέξεις
Εισέρχομαι στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ўводзіць, уводзіць
Μεταφράσεις: ўводзіць, уводзіць