Εκτείνομαι στα λευκορωσικά

Μετάφραση: εκτείνομαι, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
размах, распасцёрты, павешаны
Εκτείνομαι στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκτείνομαι

εκτείνομαι συνώνυμα, εκτείνομαι αγγλικα, εκτείνομαι συνώνυμο, εκτείνομαι λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εκτείνομαι στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • εκτίμηση στα λευκορωσικά - адзнака, ацэнка
  • εκταφή στα λευκορωσικά - эксгумацыя
  • εκτείνω στα λευκορωσικά - размах, распасцёрты, павешаны
  • εκτελώ στα λευκορωσικά - рабiць, выконваць
Τυχαίες λέξεις
Εκτείνομαι στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: размах, распасцёрты, павешаны