Εκτείνομαι στα ουγγρικά

Μετάφραση: εκτείνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
feszítés, nyújtózkodás, terjedés, szétterített, kiterjesztett, szétterjesztett, kitárt, kifeszít
Εκτείνομαι στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκτείνομαι

εκτείνομαι συνώνυμα, εκτείνομαι αγγλικα, εκτείνομαι συνώνυμο, εκτείνομαι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εκτείνομαι στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • εκτίμηση στα ουγγρικά - adókivetés, sarzsi, dorgálás, hitelképesség, feddés, szabályozás, beszabályozás, ...
  • εκταφή στα ουγγρικά - exhumálás, temetés, kihantolás, exhumálását, exhumálást
  • εκτείνω στα ουγγρικά - szétterített, kiterjesztett, szétterjesztett, kitárt, kifeszít
  • εκτελώ στα ουγγρικά - teljesít, előad, elvégzésére, végezze, elvégzéséhez
Τυχαίες λέξεις
Εκτείνομαι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: feszítés, nyújtózkodás, terjedés, szétterített, kiterjesztett, szétterjesztett, kitárt, kifeszít