Εκτείνομαι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εκτείνομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esticar, estenda, ampliar, estender, alongar, expressão, formaria, desdobramento, estendido, outspread, extendido, desdobradas
Εκτείνομαι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκτείνομαι

εκτείνομαι συνώνυμα, εκτείνομαι αγγλικα, εκτείνομαι συνώνυμο, εκτείνομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εκτείνομαι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εκτίμηση στα πορτογαλικά - apreciação, respeito, estima, propriedade, deferência, fazenda, granja, ...
  • εκταφή στα πορτογαλικά - exumação, de exumação, a exumação, exumações, exumação de
  • εκτείνω στα πορτογαλικά - ampliar, expressão, alongar, estender, estenda, desdobramento, estendido, ...
  • εκτελώ στα πορτογαλικά - formar, aparecer, perfeição, actuar, desculpe, fazer, execute, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκτείνομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: esticar, estenda, ampliar, estender, alongar, expressão, formaria, desdobramento, estendido, outspread, extendido, desdobradas