Ενδοχώρα στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ενδοχώρα, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўнутраныя, унутраныя
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενδοχώρα
ενδοχώρα εμπειρίκος, ενδοχώρα λεξικό, ενδοχώρα ορισμόσ, ενδοχώρα άνδρος, ενδοχώρα wikipedia, ενδοχώρα λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ενδοχώρα στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ενδιαφερόμενος στα λευκορωσικά - занепакоены, заклапочаны, заклапочана, непакоіла, непакоіла яго
- ενδοτικός στα λευκορωσικά - уступительный
- ενδυμασία στα λευκορωσικά - гарнiтур, нарад, ўбор, убор, ўбранне
- ενδυναμώνω στα λευκορωσικά - нерв, неру, нерва, нэрв
Τυχαίες λέξεις
Ενδοχώρα στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ўнутраныя, унутраныя
Μεταφράσεις: ўнутраныя, унутраныя