Ενδοχώρα στα ουκρανικά

Μετάφραση: ενδοχώρα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мозаїчний, інкрустований, внутрішні райони, внутрішніх районів, внутрішнірайони
Ενδοχώρα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενδοχώρα

ενδοχώρα εμπειρίκος, ενδοχώρα λεξικό, ενδοχώρα ορισμόσ, ενδοχώρα άνδρος, ενδοχώρα wikipedia, ενδοχώρα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ενδοχώρα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ενδιαφερόμενος στα ουκρανικά - стурбований, занепокоєний, стурбована, стривожений
  • ενδοτικός στα ουκρανικά - догідливий, поступливий, уступітельние, допустового, уступітельних, допустово, допустових
  • ενδυμασία στα ουκρανικά - костюм, наряд, вбрання, убрання
  • ενδυναμώνω στα ουκρανικά - підтримувати, укріплювати, підкріплювати, нерв
Τυχαίες λέξεις
Ενδοχώρα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: мозаїчний, інкрустований, внутрішні райони, внутрішніх районів, внутрішнірайони