Συμπιέζω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: συμπιέζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сціскаць, кампрэсію, сьціскаць
Συμπιέζω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπιέζω

συμπιέζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, συμπιέζω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • συμπεριφέρομαι στα λευκορωσικά - рабiць, весці, паводзіць, весткі, вестак, весьці
  • συμπεριφορά στα λευκορωσικά - паводзіны
  • συμπιεστής στα λευκορωσικά - кампрэсар
  • συμπλέκομαι στα λευκορωσικά - бойка
Τυχαίες λέξεις
Συμπιέζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: сціскаць, кампрэсію, сьціскаць