Συμπιέζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: συμπιέζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
suspausti, glaudinti, suglaudinti, Compress
Συμπιέζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπιέζω

συμπιέζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συμπιέζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • συμπεριφέρομαι στα λιθουανικά - elgtis, elgiasi, elgsis, elgesys
  • συμπεριφορά στα λιθουανικά - skatinti, elgsena, vadovauti, vesti, elgesys, elgesį, elgesio, ...
  • συμπιεστής στα λιθουανικά - kompresorius, kompresoriaus, kompresorių, kompresoriai
  • συμπλέκομαι στα λιθουανικά - muštynės, grumtynės, Bijatyka, Bójka, Dalyvauti sąvartynas
Τυχαίες λέξεις
Συμπιέζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: suspausti, glaudinti, suglaudinti, Compress