Συμπιέζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: συμπιέζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стискування, стискувати, стиснути, стискати, стискає
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπιέζω
συμπιέζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συμπιέζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- συμπεριφέρομαι στα ουκρανικά - вчиняти, поводьте, надходити, чинити, поводитися, вести, вісті, ...
- συμπεριφορά στα ουκρανικά - вести, поводження, відношення, поза, провадження, поведінка, водити, ...
- συμπιεστής στα ουκρανικά - компресор, компрессор
- συμπλέκομαι στα ουκρανικά - скандальте, дзюрчати, бійка, драка
Τυχαίες λέξεις
Συμπιέζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: стискування, стискувати, стиснути, стискати, стискає
Μεταφράσεις: стискування, стискувати, стиснути, стискати, стискає