Συμπιέζω στα σλοβενικά

Μετάφραση: συμπιέζω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stlačit, stiskanje, obkladek, stisniti, stisne, stiskate
Συμπιέζω στα σλοβενικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπιέζω

συμπιέζω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, συμπιέζω στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • συμπεριφέρομαι στα σλοβενικά - jedkat, obnašajo, obnašati, se obnašajo, vedejo, vesti
  • συμπεριφορά στα σλοβενικά - vedenje, obnašanja, obnašanje, vedenja, ravnanje
  • συμπιεστής στα σλοβενικά - kompresor, kompresorja, compressor, kompresor za
  • συμπλέκομαι στα σλοβενικά - Gužva, Tučnjava
Τυχαίες λέξεις
Συμπιέζω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: stlačit, stiskanje, obkladek, stisniti, stisne, stiskate