Ανάβω στα λιθουανικά
Μετάφραση: ανάβω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šviesa, žiebtuvėlis, šviesis, lempa, lengvas, pakurti, uždegti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάβω
ανάβω δυο τσιγάρα στίχοι, ανάβω θυμιατήρι, ανάβω όλα τα φωτα, ανάβω με τσιγάρα στίχοι, ανάβω δυο τσιγάρα, ανάβω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ανάβω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ανά στα λιθουανικά - už, per, svarbūs, vienam
- ανάβαση στα λιθουανικά - pasikėlimas, kilimas, kopimas, laiptatakis, pakiluma
- ανάγκη στα λιθουανικά - reikėti, norėti, poreikis, noras, stygius, stoka, reikia, ...
- ανάγλυφος στα λιθουανικά - reljefas, Reljefinės, Štampavimas, Tłoczony, Stampošana, Bareljefas
Τυχαίες λέξεις
Ανάβω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: šviesa, žiebtuvėlis, šviesis, lempa, lengvas, pakurti, uždegti
Μεταφράσεις: šviesa, žiebtuvėlis, šviesis, lempa, lengvas, pakurti, uždegti