Ανάβω στα τούρκικα
Μετάφραση: ανάβω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hafif, aydınlatmak, nur, yakmak, kindle, alevlendirmek, tutuşmak, tutuşturmak
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάβω
ανάβω δυο τσιγάρα στίχοι, ανάβω θυμιατήρι, ανάβω όλα τα φωτα, ανάβω με τσιγάρα στίχοι, ανάβω δυο τσιγάρα, ανάβω λεξικό γλώσσας τούρκικα, ανάβω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ανά στα τούρκικα - vasıtasıyla, başına, başı, ortalama, gecelik, göre
- ανάβαση στα τούρκικα - çıkış, yukarı çıkış, tırmanış, yükselme, ascent
- ανάγκη στα τούρκικα - dilek, ihtiyaç, istemek, yokluk, eksiklik, güdü, istek, ...
- ανάγλυφος στα τούρκικα - yardım, kakma işi, repousse, repoussé, repoussédir
Τυχαίες λέξεις
Ανάβω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: hafif, aydınlatmak, nur, yakmak, kindle, alevlendirmek, tutuşmak, tutuşturmak
Μεταφράσεις: hafif, aydınlatmak, nur, yakmak, kindle, alevlendirmek, tutuşmak, tutuşturmak