Απολύω στα λιθουανικά

Μετάφραση: απολύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gaisras, liepsna, iškrovimas, šauti, šaudyti, atleisti, ugnis, maišas, atrišti, atrišti Jo sandalų dirželio, atsukite, Atleidžiami
Απολύω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απολύω

απολύω απολύεις, απολύω αρχαια, απολύω μεταφραση, απολύω γαλλικά, απολύω αρχικοι χρονοι, απολύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, απολύω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • απολυταρχικός στα λιθουανικά - autoritarinis, autoritarinio, autoritarinė, autoritarinės, autoritariškas
  • απολύτως στα λιθουανικά - visiškai, absoliučiai, neabejotinai, tikrai, būtinai
  • απομίμηση στα λιθουανικά - karikatūra, imitacija, imitacijos, imitavimo, dirbtinės, imitavimas
  • απομακρυσμένος στα λιθουανικά - tolimas, atokus, tolima, toli, Distant
Τυχαίες λέξεις
Απολύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: gaisras, liepsna, iškrovimas, šauti, šaudyti, atleisti, ugnis, maišas, atrišti, atrišti Jo sandalų dirželio, atsukite, Atleidžiami