Απολύω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: απολύω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мяшок, агонь, дзякаваць, полымя, адмова, цягнуць, адвязваць
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απολύω
απολύω απολύεις, απολύω αρχαια, απολύω μεταφραση, απολύω γαλλικά, απολύω αρχικοι χρονοι, απολύω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, απολύω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- απολυταρχικός στα λευκορωσικά - аўтарытарны
- απολύτως στα λευκορωσικά - абсалютна, цалкам, зусім
- απομίμηση στα λευκορωσικά - імітацыя
- απομακρυσμένος στα λευκορωσικά - аддалены, падалены, далёкі, далёкае, далёкім
Τυχαίες λέξεις
Απολύω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: мяшок, агонь, дзякаваць, полымя, адмова, цягнуць, адвязваць
Μεταφράσεις: мяшок, агонь, дзякаваць, полымя, адмова, цягнуць, адвязваць