Απολύω στα ουγγρικά
Μετάφραση: απολύω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kirablás, kirakás, kisülés, unloose
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απολύω
απολύω απολύεις, απολύω αρχαια, απολύω μεταφραση, απολύω γαλλικά, απολύω αρχικοι χρονοι, απολύω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, απολύω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- απολυταρχικός στα ουγγρικά - tekintélyelvű, autoriter, önkényuralmi, autoritárius, tekintélyuralmi
- απολύτως στα ουγγρικά - teljesen, feltétlenül, abszolút, egyáltalán, teljes mértékben
- απομίμηση στα ουγγρικά - mesterséges, utánzat, utánozás, utánzás, utánzata, bizsu, utánzása
- απομακρυσμένος στα ουγγρικά - messzi, távoli, a távoli, távolabbi, távol, messze
Τυχαίες λέξεις
Απολύω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kirablás, kirakás, kisülés, unloose
Μεταφράσεις: kirablás, kirakás, kisülés, unloose