Αρχιφύλακας στα λιθουανικά
Μετάφραση: αρχιφύλακας, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prižiūrėtojas, viršininkas, Kalėjimo, bažnyčios seniūnas, kalėjimo viršininkas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχιφύλακας
αρχιφύλακας πμς, αρχιφύλακασ αδαμαντία σιάφλα, αρχιφύλακας νίκος γεωργακόπουλος, αρχιφύλακας στα αγγλικά, αρχιφύλακας λιόνα μαρία, αρχιφύλακας λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αρχιφύλακας στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αρχιτεκτονική στα λιθουανικά - architektūra, architektūros, struktūra, architektūrą
- αρχιτεκτονικός στα λιθουανικά - architektūros, architektūrinis, architektūrinė, architektūrinio, architektūrinį
- αρωγή στα λιθουανικά - reljefas, pagalbininkas, pagalba, padėjėjas, asistentas, pagelbėti, padėti, ...
- αρωματικός στα λιθουανικά - aromatingas, aromatinis, aromatinių, aromatiniai, aromatinė
Τυχαίες λέξεις
Αρχιφύλακας στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: prižiūrėtojas, viršininkas, Kalėjimo, bažnyčios seniūnas, kalėjimo viršininkas
Μεταφράσεις: prižiūrėtojas, viršininkas, Kalėjimo, bažnyčios seniūnas, kalėjimo viršininkas