Αυλός στα λιθουανικά
Μετάφραση: αυλός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
fleita, vamzdis, pypkė, vamzdynas, fleitai, flute, fleitos, daryti griovelius
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυλός
αυλός πυρόσβεσης, αυλός νότες, αυλός κάνης, αυλός ψεκασμού, αυλόσ θεσσαλονίκη, αυλός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αυλός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αυλικός στα λιθουανικά - dvariškis, Dworzanin, Galminieks, Adorator, Dworek
- αυλόπορτα στα λιθουανικά - vartai, Gate, vartų, loginio elemento, loginių elementų
- αυνανισμός στα λιθουανικά - masturbacija, masturbation, masturbacijos, masturbaciją
- αυξάνομαι στα λιθουανικά - kalnas, augti, auga, auginti, išaugti, didėti
Τυχαίες λέξεις
Αυλός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: fleita, vamzdis, pypkė, vamzdynas, fleitai, flute, fleitos, daryti griovelius
Μεταφράσεις: fleita, vamzdis, pypkė, vamzdynas, fleitai, flute, fleitos, daryti griovelius