Αυξάνω στα λιθουανικά

Μετάφραση: αυξάνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
augti, auga, auginti, išaugti, didėti
Αυξάνω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυξάνω

αυξάνω συνώνυμα, ατε αυξάνω, αυξάνω ή αυξάνομαι, αυξάνω english, αυξάνω μετάφραση, αυξάνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αυξάνω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • αυνανισμός στα λιθουανικά - masturbacija, masturbation, masturbacijos, masturbaciją
  • αυξάνομαι στα λιθουανικά - kalnas, augti, auga, auginti, išaugti, didėti
  • αυξομειώνω στα λιθουανικά - svyruoja, kinta, svyravimai
  • αυστηρά στα λιθουανικά - griežtai, siaurai, tikrai, būtinai, visiškai
Τυχαίες λέξεις
Αυξάνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: augti, auga, auginti, išaugti, didėti