Βεβαιώνομαι στα λιθουανικά

Μετάφραση: βεβαιώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Aš, I, man, Turiu
Βεβαιώνομαι στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βεβαιώνομαι

βεβαιώνομαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, βεβαιώνομαι στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • βεβαίως στα λιθουανικά - žinoma, žinia, tikrai, neabejotinai
  • βεβαιότητα στα λιθουανικά - tikrumas, tikrumo, tikrumą, saugumas, aiškumas
  • βεβαιώνω στα λιθουανικά - tikrinti, paliudyti, patvirtinti, patvirtina, patvirtinu
  • βεβηλώνω στα λιθουανικά - išniekinti, dergti, apibjaurinti, bjaurinti, apdergti
Τυχαίες λέξεις
Βεβαιώνομαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: Aš, I, man, Turiu