Γωνιακός στα λιθουανικά
Μετάφραση: γωνιακός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kampinis, kampinė, kampuotas, kampiniam, kampinės
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γωνιακός
γωνιακός καναπές προσφορά, γωνιακός τροχός μικρός, γωνιακός νεροχύτης, γωνιακός καναπές-κρεβάτι, γωνιακός τροχός, γωνιακός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, γωνιακός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- γυρίζω στα λιθουανικά - pakrypti, Keisti kryptį, Leistis, Keisti kursą, nukrypti
- γωνία στα λιθουανικά - žvejoti, kampas, kampo, kampą, kampu, angle
- γόητρο στα λιθουανικά - prestižas, Prestige, prestižą, prestižo
- γόμα στα λιθουανικά - prezervatyvas, guma, trintukas, eraser, trintuko, trintuku, kempinė
Τυχαίες λέξεις
Γωνιακός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kampinis, kampinė, kampuotas, kampiniam, kampinės
Μεταφράσεις: kampinis, kampinė, kampuotas, kampiniam, kampinės