Γωνιακός στα τούρκικα
Μετάφραση: γωνιακός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
köşeli, açısal, açılı, açı, eğik
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γωνιακός
γωνιακός καναπές προσφορά, γωνιακός τροχός μικρός, γωνιακός νεροχύτης, γωνιακός καναπές-κρεβάτι, γωνιακός τροχός, γωνιακός λεξικό γλώσσας τούρκικα, γωνιακός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- γυρίζω στα τούρκικα - dönüş, kazanç, saptırmak, veer, in istikamet değiştirmesi, döndürmek, istikamet değiştirmesi
- γωνία στα τούρκικα - hücre, açı, köşe, açısı, açılı, açısının, aç
- γόητρο στα τούρκικα - prestij, prestijli, prestiji, prestige, itibar
- γόμα στα τούρκικα - prezervatif, kauçuk, lastik, silgi, Eraser, silgisi, Silici
Τυχαίες λέξεις
Γωνιακός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: köşeli, açısal, açılı, açı, eğik
Μεταφράσεις: köşeli, açısal, açılı, açı, eğik