Γωνιακός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: γωνιακός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
аголна, аголен, аголната, аголни, аголно
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γωνιακός
γωνιακός καναπές προσφορά, γωνιακός τροχός μικρός, γωνιακός νεροχύτης, γωνιακός καναπές-κρεβάτι, γωνιακός τροχός, γωνιακός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, γωνιακός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- γυρίζω στα σλαβομακεδονικά - Веер, Веер на
- γωνία στα σλαβομακεδονικά - агол, нишата, аголот, под агол, агол на, аголот на
- γόητρο στα σλαβομακεδονικά - престиж, престижот, углед, престижната, престижни
- γόμα στα σλαβομακεδονικά - гума, гума за бришење, гумичка, гума за, гумичка да
Τυχαίες λέξεις
Γωνιακός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: аголна, аголен, аголната, аголни, аголно
Μεταφράσεις: аголна, аголен, аголната, аголни, аголно