Επανορθώνω στα λιθουανικά
Μετάφραση: επανορθώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ištaisyti, pašalinti, pataisyti, taisyti, atitaisyti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επανορθώνω
επανορθώνω αγγλικά, επανορθώνω συνωνυμα, επανορθώνω συνωνυμο, επανορθώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επανορθώνω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- επανδρώνω στα λιθουανικά - žmogus, ponas, vyras, vyriškis, žmonija, epandrono
- επανεμφάνιση στα λιθουανικά - Atgimimas, vėl neatsirastų, kartotis, vėl atsirado, Pakartotinis atsiradimą
- επανόρθωση στα λιθουανικά - remontas, atlyginimas, žalos atlyginimo, žalos atlyginimas, žalos atlyginimą, teisių gynimas
- επαρκής στα λιθουανικά - pakankamas, pakanka, pakankamai, pakankama, nepakanka
Τυχαίες λέξεις
Επανορθώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: ištaisyti, pašalinti, pataisyti, taisyti, atitaisyti
Μεταφράσεις: ištaisyti, pašalinti, pataisyti, taisyti, atitaisyti