Ιππεύω στα λιθουανικά
Μετάφραση: ιππεύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kapoti, įkarta, pakirsti, įpjauti, sukapoti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιππεύω
ιππεύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ιππεύω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ιονίζω στα λιθουανικά - jonizuoti, medžiagai jonizuoti, Jonizēt, Jonizować
- ιππασία στα λιθουανικά - jodinėjimas, žirgais, pėsčiomis, jojimo, Kelionės pėsčiomis
- ιππικό στα λιθουανικά - kavalerija, kavalerijos, raitininkai, raitininkų, Jātnieki
- ιπποκόμος στα λιθουανικά - Remonto šaltkalvį
Τυχαίες λέξεις
Ιππεύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kapoti, įkarta, pakirsti, įpjauti, sukapoti
Μεταφράσεις: kapoti, įkarta, pakirsti, įpjauti, sukapoti