Κάψουλα στα λιθουανικά
Μετάφραση: κάψουλα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kapsulė, kapsulėje, kapsulės, kapsulę, kapsulių
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κάψουλα
κάψουλα προβιοτικών, κάψουλα βιταμίνης ε, κάψουλα λεπτού εντέρου, κάψουλα μαστίχας, κάψουλα άνθρακα, κάψουλα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κάψουλα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κάτοχος στα λιθουανικά - savininkas, gyventojas, turėtojas, laikiklis, turėtojui, turėtojo
- κάτω στα λιθουανικά - žemyn, nustatantis, nustatantį, nustatančio
- κέικ στα λιθουανικά - pyragas, pyragaitis, tortas, išspaudos, tortą, torto
- κέλυφος στα λιθουανικά - nugalėti, apvalkalas, karkasas, kiautas, kriauklė, kevalas
Τυχαίες λέξεις
Κάψουλα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kapsulė, kapsulėje, kapsulės, kapsulę, kapsulių
Μεταφράσεις: kapsulė, kapsulėje, kapsulės, kapsulę, kapsulių