Καθυστερώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: καθυστερώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
silpnaprotis, sutrukdyti, idiotas, delsimas, uždelsimas, vėlavimas, vėlavimo, vėlavimą
Καθυστερώ στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθυστερώ

καθυστερώ στα αγγλικα, καθυστερώ μεταφραση, καθυστερώ συνώνυμα, καθυστερώ english, καθυστερώ αγγλικα, καθυστερώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καθυστερώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • καθυστερημένος στα λιθουανικά - atsilikusi, sulėtėja, intelekto, atsilikęs, sulėtėjimas
  • καθυστερούμενα στα λιθουανικά - nepriemoka, įsiskolinimas, įsiskolinimų, įsiskolinimai, įsiskolinimą
  • καθωσπρέπει στα λιθουανικά - posh, prabangus, Prabangiu, prašmatnus
  • καθόλου στα λιθουανικά - visai ne, ne visi, visai, ne visai, ne visiems
Τυχαίες λέξεις
Καθυστερώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: silpnaprotis, sutrukdyti, idiotas, delsimas, uždelsimas, vėlavimas, vėlavimo, vėlavimą