Καθυστερώ στα τούρκικα
Μετάφραση: καθυστερώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geciktirmek, gecikme, gecikmesi, geciktirme, bir gecikme, gecikmeli
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθυστερώ
καθυστερώ στα αγγλικα, καθυστερώ μεταφραση, καθυστερώ συνώνυμα, καθυστερώ english, καθυστερώ αγγλικα, καθυστερώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, καθυστερώ στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- καθυστερημένος στα τούρκικα - engelli, geriliği, özürlü, retarded, geri zekalı
- καθυστερούμενα στα τούρκικα - borç, borçları, borcu, vadesi geçmiş borçların, gecikmiş
- καθωσπρέπει στα τούρκικα - yerlikli, doğru, uygun, lüks, posh, lüks bir, şık, ...
- καθόλου στα τούρκικα - bir şey değil, hiç, hiç de, da hiç, değil tüm
Τυχαίες λέξεις
Καθυστερώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: geciktirmek, gecikme, gecikmesi, geciktirme, bir gecikme, gecikmeli
Μεταφράσεις: geciktirmek, gecikme, gecikmesi, geciktirme, bir gecikme, gecikmeli