Καινοφανής στα λιθουανικά
Μετάφραση: καινοφανής, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
novelė, romanas, naujas, romaną, romano
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καινοφανής
καινοφανής λεξικό, καινοφανήσ αστέρασ, καινοφανής ετυμολογία, καινοφανής συνώνυμο, καινοφανής wiki, καινοφανής λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καινοφανής στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- καινοτομώ στα λιθουανικά - pradininkas, pionierius, atnaujinti, naujoves, diegti naujoves, naujovių, inovacijas
- καινοτόμος στα λιθουανικά - atsinaujina, naujoves, diegiant naujoves, diegia naujoves, inovacijas
- καινούριος στα λιθουανικά - pirmakursis, naujokas, Naujas mokinys, naujokė
- καιρός στα λιθουανικά - laikas, oras, orai, Orų, oro, weather
Τυχαίες λέξεις
Καινοφανής στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: novelė, romanas, naujas, romaną, romano
Μεταφράσεις: novelė, romanas, naujas, romaną, romano