Κόπος στα λιθουανικά
Μετάφραση: κόπος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
triūsas, lįsti, darbas, darbo, darbo jėgos, į darbo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόπος
κόλπος συνωνυμα, κόπος αγγλικα, κόπος μετάφραση στα αγγλικά, άδικος κόπος, κόλπος στα αγγλικα, κόπος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κόπος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κόμπος στα λιθουανικά - lankas, kaspinas, mazgas, garankštis, islandinis bėgikas, daryti kutus, gurgulas
- κόπανος στα λιθουανικά - trūkčioti, Suskubo, jerk, mėšlungiškai krūpčioti
- κόπρανα στα λιθουανικά - kėdė, taburetė, nusilengvinimas, pakoja, klauptas
- κόπωση στα λιθουανικά - nuovargis, nuovargio jausmas, nuvarginsi, jas nuvarginsi, nuobodumas
Τυχαίες λέξεις
Κόπος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: triūsas, lįsti, darbas, darbo, darbo jėgos, į darbo
Μεταφράσεις: triūsas, lįsti, darbas, darbo, darbo jėgos, į darbo