Κόπος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: κόπος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
працаваць, працы
Κόπος στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κόπος

κόλπος συνωνυμα, κόπος αγγλικα, κόπος μετάφραση στα αγγλικά, άδικος κόπος, κόλπος στα αγγλικα, κόπος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κόπος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • κόμπος στα λευκορωσικά - перад, вузел, узел
  • κόπανος στα λευκορωσικά - рывок
  • κόπρανα στα λευκορωσικά - крэсла, стул
  • κόπωση στα λευκορωσικά - стомленасць, стома, стому, стомленасьць
Τυχαίες λέξεις
Κόπος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: працаваць, працы