Κόπος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κόπος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
труд, неспокойство, трудов, труда, на труда, трудовия
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόπος
κόλπος συνωνυμα, κόπος αγγλικα, κόπος μετάφραση στα αγγλικά, άδικος κόπος, κόλπος στα αγγλικα, κόπος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κόπος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κόμπος στα βουλγαρικά - поклон, възел, възела, на възел, възлов
- κόπανος στα βουλγαρικά - идиот, друсане, дръпване, рязко движение
- κόπρανα στα βουλγαρικά - кал, табуретка, стол, изпражненията, столче
- κόπωση στα βουλγαρικά - умора, умората, отпадналост, изтощение
Τυχαίες λέξεις
Κόπος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: труд, неспокойство, трудов, труда, на труда, трудовия
Μεταφράσεις: труд, неспокойство, трудов, труда, на труда, трудовия